- γλωττοκομείον
- γλωττοκομεῑον, το (Α)βλ. γλωσσοκομείον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλωττοκομεῖον — γλωσσοκομεῖον , γλωσσοκομεῖον case to keep the reeds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκομείον — γλωσσοκομεῑον και γλωττοκομεῑον, το (Α) [γλωσσόκομον] 1. κιβώτιο για τη φύλαξη γλωττίδων, στομίων τών αυλών 2. ορθοπεδική συσκευή για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος τού σώματος 3. το γυναικείο αιδοίο … Dictionary of Greek